- κατήορος
- κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, -ον (Α)αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» — κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο τής μητέρας, Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -άορ-ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ- τού θ. αερ- τού ρ. ἀείρω «σηκώνω»), πρβλ. επ-ήορος, συν-ήορος. Το -η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Dictionary of Greek. 2013.